θεοσκοτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοσκοτωμένος < θεό- + σκοτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκοτώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
θεοσκοτωμένος, -η, -ο
- υπερβολικά κουρασμένος
- (λαϊκότροπο) που να τον σκοτώσει ο θεός (σε κατάρα)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοσκοτωμένος
|