θερμομαγνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμομαγνητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermomagnetic < αρχαία ελληνική θερμός + Μαγνητικός < Μάγνης
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμομαγνητικός
- που έχει σχέση με τον θερμομαγνητισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ηλεκτρολογία) που αφορά θερμικά και μαγνητικά στοιχεία (προστασίας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμομαγνητικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)