θούριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Θούριος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θούριος η θούρια το θούριο
      γενική του θούριου της θούριας του θούριου
    αιτιατική τον θούριο τη θούρια το θούριο
     κλητική θούριε θούρια θούριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θούριοι οι θούριες τα θούρια
      γενική των θούριων των θούριων των θούριων
    αιτιατική τους θούριους τις θούριες τα θούρια
     κλητική θούριοι θούριες θούρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θούριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θούριος (ορμητικός στον πόλεμο)[1] < θοῦρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθu.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θού‐ρι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

θούριος, -α, -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θούριος οι θούριοι
      γενική του θουρίου
θούριου
των θουρίων
    αιτιατική τον θούριο τους θουρίους
θούριους
     κλητική θούριε θούριοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

θούριος αρσενικό

  • πολεμικό τραγούδι με γοργό ρυθμό, που έχει σκοπό να εμψυχώσει και να προκαλέσει έντονα συναισθήματα στους μαχητές
    ο Θούριος του Ρήγα Βελεστινλή έγινε συνώνυμο της Επανάστασης του 1821.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θούριος θουρί τὸ θούριον
      γενική τοῦ θουρίου τῆς θουρίᾱς τοῦ θουρίου
      δοτική τῷ θουρί τῇ θουρί τῷ θουρί
    αιτιατική τὸν θούριον τὴν θουρίᾱν τὸ θούριον
     κλητική ! θούριε θουρί θούριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θούριοι αἱ θούριαι τὰ θούρι
      γενική τῶν θουρίων τῶν θουρίων τῶν θουρίων
      δοτική τοῖς θουρίοις ταῖς θουρίαις τοῖς θουρίοις
    αιτιατική τοὺς θουρίους τὰς θουρίᾱς τὰ θούρι
     κλητική ! θούριοι θούριαι θούρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θουρίω τὼ θουρί τὼ θουρίω
      γεν-δοτ τοῖν θουρίοιν τοῖν θουρίαιν τοῖν θουρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]