ινβερτοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινβερτοποιημένος, νεολογισμός των αρχών του 20ου αιώνα < πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inverti, μετοχή του invertir (αναστρέφω). Δείτε και ινβερτοποίηση. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή[επεξεργασία]
ινβερτοποιημένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) ανεστραμμένος - που έχει υποστεί αναστροφή
- (χημεία) → δείτε ιμβερτοποιώ
- ※ Ζαχαρόζα εἶναι τὸ σιρόπι ἀπὸ ζάχαρι τοῦ ἐμπορίου, γλυκόζα δὲ τὸ ἰνβερτοποιημένο, ποὺ περιέχει σταφιδοζάχαρο, ὅπως τὸ φτιάνουν οἱ μέλισσες.
- Τριβιζάς, Γεώργιος (1868‑1938) (1904) Οδηγός της Νεωτέρας Μελισσοκομίας Εκδόσεις: 1929, 1938, 1948. Αθήνα: Πελεκάνος, 2014. σελ.282 @books.google
- ※ Ζαχαρόζα εἶναι τὸ σιρόπι ἀπὸ ζάχαρι τοῦ ἐμπορίου, γλυκόζα δὲ τὸ ἰνβερτοποιημένο, ποὺ περιέχει σταφιδοζάχαρο, ὅπως τὸ φτιάνουν οἱ μέλισσες.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ιμβερτοποιημένος (με προσαρμογή [nv] > [mv] που απαντά στα ελληνικά)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)