κάκωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάκωσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάκωσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάκωσις ή κάκωση θηλυκό

  1. η σωματικός κάκωση, βλάβη
  2. κακοπάθεια, δυστυχία
  3. καταστροφή
  4. κακή πράξη
  5. οργή, θυμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κακός

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰκωσι- κᾰκωσε-
ονομαστική κάκωσῐς αἱ κακώσεις
      γενική τῆς κακώσεως τῶν κακώσεων
      δοτική τῇ κακώσει ταῖς κακώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάκωσῐν τὰς κακώσεις
     κλητική ! κάκωσῐ κακώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακώσει
γεν-δοτ τοῖν  κακωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάκωσις < κακόω / κακῶ + -σις < κακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάκωσις θηλυκό

  1. βλάβη
    1. ταλαιπωρία, βλάβη (όπως των πληρωμάτων πλοίων)
    2. κακοποίηση (όπως του ηγεμόνα)
  2. βλάβη, δυστυχία, φθορά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]