καζανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καζανάκι | τα | καζανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καζανάκι | τα | καζανάκια |
κλητική | καζανάκι | καζανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καζανάκι < καζάν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καζανάκι ουδέτερο
- δοχείο της τουαλέτας από το οποίο ρέει νερό στη λεκάνη για να την καθαρίσει μετά από χρήση
- δεν χρειάζεται να τραβήξεις το καζανάκι αν πας μόνο για «ψιλό»
- μικρό καζάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)