καμινευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμινευτικός < ελληνιστική κοινή καμινευτικός < αρχαία ελληνική καμινεύω < κάμινος
Επίθετο[επεξεργασία]
καμινευτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμινευτικός
|