καμίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμίνι τα καμίνια
      γενική του καμινιού των καμινιών
    αιτιατική το καμίνι τα καμίνια
     κλητική καμίνι καμίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμίνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμίνι(ν) < ελληνιστική κοινή καμίνιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κάμινος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈmi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μί‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμίνι ουδέτερο

  1. ειδική κατασκευή, μέσα στην οποία αναπτύσσονται μεγάλες θερμοκρασίες, προκειμένου να τηχθούν μέταλλα ή για άλλους λόγους
  2. (μεταφορικά) επικράτηση μεγάλης ζέστης ή γενικότερα δύσκολων συνθηκών
    καμίνι η χώρα με τον καύσωνα να μην υποχωρεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]