κανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κονάκι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανάκι τα κανάκια
      γενική
    αιτιατική το κανάκι τα κανάκια
     κλητική κανάκι κανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανάκι ουδέτερο



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανάκι τα κανάκια
      γενική
    αιτιατική το κανάκι τα κανάκια
     κλητική κανάκι κανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανάκι < αρχαία ελληνική καναχή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανάκι ουδέτερο

  1. (κυρίως στον πληθυντικό)
    1. κανάκια, χάδια, γλυκόλγα, καλοπιάσματα
      έκφραση «κάνω/κάμνω κανάκια»
    2. (σε παιδιά) χάδια, παινέματα
  2. απόλαυση, αίσθημα γλυκύτητας
  3. ακκισμός, νάζι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]