καστροπεριζωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστροπεριζωμένος η καστροπεριζωμένη το καστροπεριζωμένο
      γενική του καστροπεριζωμένου της καστροπεριζωμένης του καστροπεριζωμένου
    αιτιατική τον καστροπεριζωμένο την καστροπεριζωμένη το καστροπεριζωμένο
     κλητική καστροπεριζωμένε καστροπεριζωμένη καστροπεριζωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστροπεριζωμένοι οι καστροπεριζωμένες τα καστροπεριζωμένα
      γενική των καστροπεριζωμένων των καστροπεριζωμένων των καστροπεριζωμένων
    αιτιατική τους καστροπεριζωμένους τις καστροπεριζωμένες τα καστροπεριζωμένα
     κλητική καστροπεριζωμένοι καστροπεριζωμένες καστροπεριζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καστροπεριζωμένος < κάστρο + -ο- + περιζωμένος

Επίθετο[επεξεργασία]

καστροπεριζωμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]