κατάπνιξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάπνιξη | οι | καταπνίξεις |
γενική | της | κατάπνιξης* | των | καταπνίξεων |
αιτιατική | την | κατάπνιξη | τις | καταπνίξεις |
κλητική | κατάπνιξη | καταπνίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπνίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάπνιξη < αρχαία ελληνική κατάπνιξις < καταπνίγω < κατά + πνίγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étouffement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάπνιξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταπνίγω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάπνιξη
|