κεφαλαιμάτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλαιμάτωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cephalhematoma / cephalohematoma < αρχαία ελληνική κεφαλή + αἷμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλαιμάτωμα ουδέτερο
- (ιατρική) μαλακή διόγκωση στο κεφάλι νεογέννητου, που οφείλεται σε συλλογή αίματος κάτω από το περιόστεο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλαιμάτωμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)