κιρκαδιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κιρκαδιανός, -ή -ό
- (βιολογία) ο αναφερόμενος στο βιολογικό ρυθμό με περίοδο το ημερονύχτιο, αυτός που επανέρχεται ανά εικοσιτετράωρο