κλινοσκέπασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλινοσκέπασμα τα κλινοσκεπάσματα
      γενική του κλινοσκεπάσματος των κλινοσκεπασμάτων
    αιτιατική το κλινοσκέπασμα τα κλινοσκεπάσματα
     κλητική κλινοσκέπασμα κλινοσκεπάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλινοσκέπασμα < κλίνη + -ο- + σκέπασμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Bettdecke[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kli.noˈsce.pa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλι‐νο‐σκέ‐πα‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλινοσκέπασμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]