κολαούζο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολαούζο τα κολαούζα
      γενική του κολαούζου των κολαούζων
    αιτιατική το κολαούζο τα κολαούζα
     κλητική κολαούζο κολαούζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολαούζο < (άμεσο δάνειο) τουρκική kılavuz με τροπή φωνημάτων + -ο[1] (από την έννοια οδηγός, δηλαδή: οδηγός για δημιουργία σπειρώματος) Δείτε και κολαούζος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολαούζο ουδέτερο

  • εργαλείο με το οποίο δημιουργούνται σπειρώματα (βόλτες) σε εσωτερικές επιφάνειες (μεταλλικές, ξύλινες ή από άλλο υλικό)

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κολαούζο

Αναφορές[επεξεργασία]