σπειροτόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπειροτόμος αρσενικό
- (λόγιο) εργαλείο για τη δημιουργία σπειρώματος στο εσωτερικό μεταλλικών σωλήνων