κολασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολασμένος < μεσαιωνική ελληνική < μετοχή παθητικού παρακειμένου κολάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κολασμένος, -η, -ο
κολασμένος, -η, -ο