κομφορμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομφορμιστικός < κομφορμισμός / κομφορμιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κομφορμιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κομφορμισμό ή τον κομφορμιστή ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κομφορμισμός και μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομφορμιστικός
|