κοσμοκράτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμοκράτωρ οι κοσμοκράτορες
      γενική του κοσμοκράτορος των κοσμοκρατόρων
    αιτιατική τον κοσμοκράτορα τους κοσμοκράτορες
     κλητική κοσμοκράτορ κοσμοκράτορες
Δείτε και το νεότερο «κοσμοκράτορας».
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμοκράτωρ αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ. Συγχρονικά αναλύεται σε κοσμο- + -κράτωρ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμοκράτωρ αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμοκράτωρ οἱ κοσμοκράτορες
      γενική τοῦ κοσμοκράτορος τῶν κοσμοκρατόρων
      δοτική τῷ κοσμοκράτορ τοῖς κοσμοκράτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κοσμοκράτορ τοὺς κοσμοκράτορᾰς
     κλητική ! κοσμοκράτορ κοσμοκράτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμοκράτορε
γεν-δοτ τοῖν  κοσμοκρατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμοκράτωρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοσμο- + -κράτωρ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμοκράτωρ αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]