κοσμοκράτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοσμοκράτωρ | οι | κοσμοκράτορες |
γενική | του | κοσμοκράτορος | των | κοσμοκρατόρων |
αιτιατική | τον | κοσμοκράτορα | τους | κοσμοκράτορες |
κλητική | κοσμοκράτορ | κοσμοκράτορες | ||
Δείτε και το νεότερο «κοσμοκράτορας». | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοκράτωρ αρσενικό
- (απαρχαιωμένο) παρωχημένη μορφή του κοσμοκράτορας, για αναφορά σε παλιότερους όρους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμοκράτωρ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κοσμοκράτωρ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοκράτωρ. Συγχρονικά αναλύεται σε κοσμο- + -κράτωρ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοκράτωρ αρσενικό
- κοσμοκράτορας, κυρίαρχος του κόσμου, απόλυτος κυρίαρχος, δεσπότης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κοσμοκράτωρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοσμοκράτωρ | οἱ | κοσμοκράτορες | ||||
γενική | τοῦ | κοσμοκράτορος | τῶν | κοσμοκρατόρων | ||||
δοτική | τῷ | κοσμοκράτορῐ | τοῖς | κοσμοκράτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | κοσμοκράτορᾰ | τοὺς | κοσμοκράτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κοσμοκράτορ | κοσμοκράτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοσμοκράτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κοσμοκρατόροιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοκράτωρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοσμο- + -κράτωρ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοκράτωρ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) κοσμοκράτορας, απόλυτος κυρίαρχος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κοσμοκράτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αυτοκράτωρ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απαρχαιωμένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κράτωρ (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀλέκτωρ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀλέκτωρ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -κράτωρ (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)