κουραμπιεδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουραμπιεδάκι | τα | κουραμπιεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουραμπιεδάκι | τα | κουραμπιεδάκια |
κλητική | κουραμπιεδάκι | κουραμπιεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουραμπιεδάκι < (κουραμπιές), κουραμπιεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.ɾa.bʝeˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρα‐μπιε‐δά‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουραμπιεδάκι ουδέτερο
- (γλυκό) υποκοριστικό του κουραμπιές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουραμπιεδάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)