κουρδιστήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρδιστήρι | τα | κουρδιστήρια |
γενική | του | κουρδιστηριού | των | κουρδιστηριών |
αιτιατική | το | κουρδιστήρι | τα | κουρδιστήρια |
κλητική | κουρδιστήρι | κουρδιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρδιστήρι ουδέτερο
- εξάρτημα με το οποίο κουρδίζουμε κάποιο όργανο, ρολόι ή παιχνίδι
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) άτομο που μας «κουρδίζει»
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρδιστήρι
|