κρεάτινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρετίνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεάτινος η κρεάτινη το κρεάτινο
      γενική του κρεάτινου της κρεάτινης του κρεάτινου
    αιτιατική τον κρεάτινο την κρεάτινη το κρεάτινο
     κλητική κρεάτινε κρεάτινη κρεάτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεάτινοι οι κρεάτινες τα κρεάτινα
      γενική των κρεάτινων των κρεάτινων των κρεάτινων
    αιτιατική τους κρεάτινους τις κρεάτινες τα κρεάτινα
     κλητική κρεάτινοι κρεάτινες κρεάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεάτινος < κρέας, κρεατ- + -ινος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾeˈa.ti.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐ά‐τι‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

κρεάτινος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]