κτηνοτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κτηνοτροφικός < κτηνοτροφία / κτηνοτρόφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κτηνοτροφικός
- που έχει σχέση με την κτηνοτροφία ή τους κτηνοτρόφους, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτηνοτροφικός
|