κυτταροπροστατευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυτταροπροστατευτικός < κυτταρο- + προστατευτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
κυτταροπροστατευτικός, -ή, ό (χωρίς παραθετικά)
- που παρέχει προστασία σε ορισμένα κύτταρα, συνήθως αναστέλλοντας κάποιες παράλληλες λειτουργίες
- (ουσιαστικοποιημένο) το κυτταροπροστατευτικό φάρμακο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταροπροστατευτικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα κυτταρο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)