κωδικογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωδικογραφικός η κωδικογραφική το κωδικογραφικό
      γενική του κωδικογραφικού της κωδικογραφικής του κωδικογραφικού
    αιτιατική τον κωδικογραφικό την κωδικογραφική το κωδικογραφικό
     κλητική κωδικογραφικέ κωδικογραφική κωδικογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωδικογραφικοί οι κωδικογραφικές τα κωδικογραφικά
      γενική των κωδικογραφικών των κωδικογραφικών των κωδικογραφικών
    αιτιατική τους κωδικογραφικούς τις κωδικογραφικές τα κωδικογραφικά
     κλητική κωδικογραφικοί κωδικογραφικές κωδικογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωδικογραφικός < κωδικογράφος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κωδικογραφικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]