λατύπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λατύπη οι λατύπες
      γενική της λατύπης των λατυπών
    αιτιατική τη λατύπη τις λατύπες
     κλητική λατύπη λατύπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λατύπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λατύπη [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈti.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐τύ‐πη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λατύπη θηλυκό

  1. μικρό κομμάτι πέτρας που αποκόπηκε κατά την εξόρυξη ή κατά τη λάξευση ενός πέτρινου όγκου
  2. αιχμηρό κομμάτι πετρώματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λᾱτῠπα-
ονομαστική λατύπη αἱ λατύπαι
      γενική τῆς λατύπης τῶν λατυπῶν
      δοτική τῇ λατύπ ταῖς λατύπαις
    αιτιατική τὴν λατύπην τὰς λατύπᾱς
     κλητική ! λατύπη λατύπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λατύπ
γεν-δοτ τοῖν  λατύπαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λατύπη < λάτυπος (λιθοξόος) < λα- λᾶας (πέτρα) +‎ -τυπ(ος) (θέμα όπως στο τύπτω)[1] +

ζητούμενο λήμμα

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]