λεπταίσθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπταίσθητος < λεπτός + αίσθηση (όπως το ευαίσθητος)
Επίθετο[επεξεργασία]
λεπταίσθητος
- αυτός που έχει λεπτά αισθήματα, που έχει τη δυνατότητα να νιώσει λεπτά αισθήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπταίσθητος
|