λευκαυγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λευκαυγής | η | λευκαυγής | το | λευκαυγές |
γενική | του | λευκαυγούς* | της | λευκαυγούς | του | λευκαυγούς |
αιτιατική | τον | λευκαυγή | τη | λευκαυγή | το | λευκαυγές |
κλητική | λευκαυγή(ς) | λευκαυγής | λευκαυγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λευκαυγείς | οι | λευκαυγείς | τα | λευκαυγή |
γενική | των | λευκαυγών | των | λευκαυγών | των | λευκαυγών |
αιτιατική | τους | λευκαυγείς | τις | λευκαυγείς | τα | λευκαυγή |
κλητική | λευκαυγείς | λευκαυγείς | λευκαυγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευκαυγής < ελληνιστική κοινή λευκαυγής < αρχαία ελληνική λευκός + αὐγή
Επίθετο[επεξεργασία]
λευκαυγής, -ής, -ές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκαυγής
|