λιβιδινικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιβιδινικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
λιβιδινικός -ή, -ό
- που χαρακτηρίζεται από σεξουαλική, ερωτική ορμή ή διάθεση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιβιδινικός