λιπομαρτυρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λιπομαρτυρίου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιπομαρτυρία οι λιπομαρτυρίες
      γενική της λιπομαρτυρίας των λιπομαρτυριών
    αιτιατική τη λιπομαρτυρία τις λιπομαρτυρίες
     κλητική λιπομαρτυρία λιπομαρτυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιπομαρτυρία < (λείπω) λιπο- + μαρτυρία με βάση την αρχαία φράση «λιπομαρτυρίου δίκη» (δίκη για τη μη παρουσία μάρτυρα) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.po.maɾ.tiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πο‐μαρ‐τυ‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιπομαρτυρία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]