λογικοφανής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογικοφανής η λογικοφανής το λογικοφανές
      γενική του λογικοφανούς* της λογικοφανούς του λογικοφανούς
    αιτιατική τον λογικοφανή τη λογικοφανή το λογικοφανές
     κλητική λογικοφανή(ς) λογικοφανής λογικοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογικοφανείς οι λογικοφανείς τα λογικοφανή
      γενική των λογικοφανών των λογικοφανών των λογικοφανών
    αιτιατική τους λογικοφανείς τις λογικοφανείς τα λογικοφανή
     κλητική λογικοφανείς λογικοφανείς λογικοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογικοφανής < λογικός + -ο- + -φανής

Επίθετο[επεξεργασία]

λογικοφανής, -ής, -ές

  • αυτός, αυτή, αυτό που εμφανίζεται ως λογικός, λογική, λογικό.
    λογικοφανές επιχείρημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]