λογοθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοθέτης < λογο- + -θέτης, μεσαιωνική ελληνική λογοθέτης < ελληνιστική κοινή λογοθέτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.ɣoˈθe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γο‐θέ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοθέτης αρσενικό
- τιμητικός τίτλος που δίνεται σε λαϊκούς από το πατριαρχείο
- (αξίωμα, ιστορία) αξίωμα υψηλόβαθμου πολιτικού υπαλλήλου στο βυζαντινό κράτος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μέγας λογοθέτης: αξίωμα ανάλογο με αυτό του πρωθυπουργού
- λογοθέτης του Δρόμου: αξίωμα ανάλογο με αυτό του υπουργού εξωτερικών και συγκοινωνιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Λογοθέτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοθέτης
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λογοθέτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λογο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θέτης (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αξιώματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)