λυσσόδηκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυσσόδηκτος < ελληνιστική κοινή λυσσόδηκτος < αρχαία ελληνική λύσσα + δάκνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /liˈso.ði.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυσ‐σό‐δη‐κτος
Επίθετο[επεξεργασία]
λυσσόδηκτος
- (λόγιο) που τον έχει δαγκώσει λυσσασμένος σκύλος ή άλλο ζώο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυσσόδηκτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)