μαστροδούλεφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]μαστροδούλεφτος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) αυτός που τον έχει επεξεργαστεί κάποιος επιδέξια, με μαεστρία, ο πολύ καλά δουλεμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστροδούλεφτος
|