ματαιόσχολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ματαιόσχολος, η ,ο
- (λόγιο) που ασχολείται με μάταια, ανώφελα, άσκοπα αντικείμενα, που περνάει την ώρα του με άσκοπες ασχολίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κενόσπουδος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ματαιόσχολος
|