μεγαλόψυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλόψυχος < αρχαία ελληνική μεγαλόψυχος < μέγας + ψυχή, αναλύεται μεγαλό- + -ψυχος
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγαλόψυχος, -η, -ο
- που φέρεται με επιείκεια, καλοσύνη και συγχωρητικότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεγαλόψυχα
- μεγαλοψυχία
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και ψυχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλόψυχος