μεγαουρητήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαουρητήρας οι μεγαουρητήρες
      γενική του μεγαουρητήρα των μεγαουρητήρων
    αιτιατική τον μεγαουρητήρα τους μεγαουρητήρες
     κλητική μεγαουρητήρα μεγαουρητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαουρητήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaureter / megaloureter[1] < αρχαία ελληνική μέγας + οὐρητήρ < οὐρέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαουρητήρας αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Megaureter στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. μεγαουρητήραςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)