μεσοπαγετωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μεσοπαγετωνικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interglacial ή γαλλική interglaciaire, inter- > μεσο- + glacial > παγετωνικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.so.pa.ʝe.to.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /me.so.pa.ʝe.to.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.so.pa.ʝe.to.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μεσοπαγετωνικός αρσενικό, μεσοπαγετωνική, μεσοπαγετωνικό ουδέτερο
- (γεωλογική περίοδος) που σχετίζεται με θερμή/μεσοπαγετώνια περίοδο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως στο θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοπαγετωνικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεσο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)