μεσοφυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοφυλικός αρσενικό (θηλυκό: μεσοφυλική)
- (νεολογισμός) αυτός που έχει και αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά του φύλου του
Επίθετο[επεξεργασία]
μεσοφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά όποιον έχει και αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά του φύλου του ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- Εντυπωσιάστηκα από την απόφασή της να υπερασπιστεί τα μεσοφυλικά παιδιά για να τους δώσει την ευκαιρία να αποφασίσουν μόνα τους για το σώμα τους, σε αντίθεση με την περίπτωση της Χάνε και της οικογένειάς της (και πολλών άλλων) που δεν είχαν επιλογές και πληροφόρηση. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)