μεσοφυλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσοφυλικός οι μεσοφυλικοί
      γενική του μεσοφυλικού των μεσοφυλικών
    αιτιατική τον μεσοφυλικό τους μεσοφυλικούς
     κλητική μεσοφυλικέ μεσοφυλικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοφυλικός < μεσο- + φύλο + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersex)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσοφυλικός αρσενικό (θηλυκό: μεσοφυλική)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοφυλικός η μεσοφυλική το μεσοφυλικό
      γενική του μεσοφυλικού της μεσοφυλικής του μεσοφυλικού
    αιτιατική τον μεσοφυλικό τη μεσοφυλική το μεσοφυλικό
     κλητική μεσοφυλικέ μεσοφυλική μεσοφυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοφυλικοί οι μεσοφυλικές τα μεσοφυλικά
      γενική των μεσοφυλικών των μεσοφυλικών των μεσοφυλικών
    αιτιατική τους μεσοφυλικούς τις μεσοφυλικές τα μεσοφυλικά
     κλητική μεσοφυλικοί μεσοφυλικές μεσοφυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

μεσοφυλικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που αφορά όποιον έχει και αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά του φύλου του ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    Εντυπωσιάστηκα από την απόφασή της να υπερασπιστεί τα μεσοφυλικά παιδιά για να τους δώσει την ευκαιρία να αποφασίσουν μόνα τους για το σώμα τους, σε αντίθεση με την περίπτωση της Χάνε και της οικογένειάς της (και πολλών άλλων) που δεν είχαν επιλογές και πληροφόρηση. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]