μεταθετικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταθετικιστικός < μεταθετικιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική meta-positivistic)
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταθετικιστικός
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον μεταθετικιστή ή τον μεταθετικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταθετικιστικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)