μετακανόνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετακανόνας < μετα- + κανόνας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metarule)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετακανόνας αρσενικό
- (ηθική) κανόνας ηθικής συμπεριφοράς που περιγράφει την προσωπική ευθύνη και τον αναλογικό και δίκαιο τρόπο ανταπόκρισης σε μια κατάσταση όταν δεν υπάρχει ακριβής κανονισμός / κανόνας για το πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε, μια δέσμευση για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας και του σεβασμού στους άλλους ανθρώπους και την προσπάθεια να αποφευχθεί η προκλητική συμπεριφορά, ακόμη και όταν δεν υπάρχει κανονιστικό πλαίσιο γι' αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηθική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)