μεταλλοβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταλλοβολή θηλυκό
- (νεολογισμός) μέθοδος καθαρισμού επιφανειών με την υπό πίεση εκτόξευση ψηγμάτων / σωματιδίων μετάλλων, που χρησιμοποιούνται ως αποξεστικό μέσο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλοβολή
|