μεταπολιτευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπολιτευτικός < μεταπολίτευση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταπολιτευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μεταπολίτευση, ανήκει σ’ αυτήν ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μεταπολίτευση, μετά, πολίτης και πόλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπολιτευτικός
|