μικροπαλαιοντολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροπαλαιοντολόγος < μικροπαλαιοντολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική micropaleontologist)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροπαλαιοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (παλαιοντολογία) επιστήμονας που ασχολείται με την μικροπαλαιοντολογία
- ※ Στο ύπαιθρο ο γεωλόγος–μικροπαλαιοντολόγος πρέπει να κάνει καλή προετοιμασία, δηλαδή σειρά παρατηρήσεων στα ιζήματα, στις συνθήκες απόθεσης των διαφόρων στρωμάτων, καθώς και στα στάδια της διαγενετικής εξέλιξής τους. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροπαλαιοντολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παλαιοντολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)