μονοπίστονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοπίστονος
- που έχει ένα πιστόνι
- ※ Ο πίσω τροχός απέκτησε μονοπίστονο δισκόφρενο στη θέση του ταμπούρου. (*)
- ※ μονοπίστονες μηχανές ντίζελ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοπίστονος
|