μονόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόφυλλο | τα | μονόφυλλα |
γενική | του | μονόφυλλου & μονοφύλλου |
των | μονόφυλλων & μονοφύλλων |
αιτιατική | το | μονόφυλλο | τα | μονόφυλλα |
κλητική | μονόφυλλο | μονόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόφυλλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονόφυλλος < ελληνιστική κοινή μονόφυλλος < αρχαία ελληνική μόνος + φύλλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόφυλλο ουδέτερο
- (βοτανική) (για φυτό) που έχει μόνο ένα φύλλο
- για κάτι (ύφασμα, τετράδιο κ.λπ.) που αποτελείται από ένα μόνο φύλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόφυλλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)