μουρμουριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουρμουριστός < μουρμουρίζω + -τός
Επίθετο[επεξεργασία]
μουρμουριστός, -ή, -ό
- που είναι χαμηλόφωνος, υπόκωφος ή ψιθυριστός, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται καθαρά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μουρμούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουρμουριστός
|