μουσελίμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσελίμης οι μουσελίμηδες
      γενική του μουσελίμη των μουσελίμηδων
    αιτιατική τον μουσελίμη τους μουσελίμηδες
     κλητική μουσελίμη μουσελίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουσελίμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική müsellim + -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουσελίμης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]