μπακαλίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπακαλίστικος < μπακάλης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ba.kaˈli.sti.kos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ba.kaˈli.sti.ci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ba.kaˈli.sti.ko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μπακαλίστικος, -η, -ο
- που σχετίζεται με το μπακάλικο ή τον μπακάλη
- (μεταφορικά) που γίνεται με προχειρότητα και με βάση την εμπειρία
- μπακαλίστικος λογαριασμός
- (μεταφορικά, μειωτικό) που χαρακτηρίζεται από μικροψυχία και υπολογιστικό τρόπο σκέψης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπακαλίστικος
|