νεοπουριτανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοπουριτανός < νεο- + πουριτανός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική neopuritan
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.o.pu.ɾi.taˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐που‐ρι‐τα‐νός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοπουριτανός αρσενικό
- (νεολογισμός) σύγχρονος υποστηρικτής των πουριτανικών δογμάτων
- ※ Οι νεοπουριτανοί, όπως όλοι οι φανατικοί, μπορούν να αντιμετωπίσουν, και να ανεχθούν, ακόμη και τη βρισιά ή τη χυδαιολογία. Διότι μιλούν την ίδια γλώσσα και ξέρουν να απαντήσουν.
- Τάκης Θεοδωρόπουλος, Ο νεοπουριτανισμός, Η Καθημερινή, 1 Απριλίου 2017
- ※ Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν, αγαπητοί «νεοπουριτανοί» αντιρρησίες. Φυσικά ένα σκάφος εκατομμυρίων ευρώ και ένα ρολόι δεκάδων χιλιάδων ευρώ είναι περιττά και καταχρηστικά.
- Νίκος Δήμου, Ζήτω η κατανάλωση!, Το Βήμα, 23 Δεκεμβρίου 2018
- ※ Ο Πλάτων τα λέει ωραία στο «Συμπόσιο», πλην όμως η παιδεραστία παραμένει ειδεχθής, ακόμη κι αν δεν είσαι νεοπουριτανός, θύμα της πολιτικής ορθότητας και του Χόλιγουντ, που παλεύει για τον εξαγνισμό των ηθών στην παγκόσμια δημοκρατία.
- Κανένας σεβασμός στα θύματα του trafficking, koutipandoras.gr, 2 Μαρτίου 2019
- ※ Οι νεοπουριτανοί, όπως όλοι οι φανατικοί, μπορούν να αντιμετωπίσουν, και να ανεχθούν, ακόμη και τη βρισιά ή τη χυδαιολογία. Διότι μιλούν την ίδια γλώσσα και ξέρουν να απαντήσουν.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοπουριτανός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)